- γλουτούς
- γλουτόςbuttockmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οξύπυγος — ὀξύπυγος, ον (Μ) αυτός που έχει οξείς, μυτερούς γλουτούς, γλουτούς που προεξέχουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πυγή «γλουτός» (πρβλ. καλλί πυγος)] … Dictionary of Greek
σκομβρίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. γογγύζω 2. (σχετικά με ένα είδος ασελγούς παιχνιδιού) χτυπώ κάποιον με τα χέρια ή με τα πόδια στους γλουτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόμβρος «σκουμπρί». Η σημ. τού ρ. «χτυπώ κάποιον στους γλουτούς» οφείλεται κατά μία άποψη στα… … Dictionary of Greek
στεατοπυγία — Τυπικό φυσικό χαρακτηριστικό μερικών ατόμων που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση υπερβολικού λίπους στους γλουτούς. Το χαρακτηριστικό αυτό συνοδεύεται με ιδιαίτερη διάπλαση της λεκάνης και του κάτω άκρου της σπονδυλικής στήλης. Το φαινόμενο είναι … Dictionary of Greek
γεωμετρική τέχνη — Ρυθμός τέχνης που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα μετά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού και την κάθοδο των Δωριέων. Καλύπτει, σε γενικές γραμμές, τη χρονική περίοδο από το 1100 έως το 700 π.Χ. και οφείλει την ονομασία του… … Dictionary of Greek
άκωλος — (I) η ο [κώλος] 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει κανονικούς, δηλαδή επαρκώς ανεπτυγμένους γλουτούς 2. (για δοχεία) αυτός που δεν έχει πυθμένα, πάτο. (II) ἄκωλος, ον (Α) [κῶλον] αυτός που δεν έχει κώλα, δηλαδή μέλη, ο ακρωτηριασμένος. (III)… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
γελασίνος — ο (θηλ. νη, η) (AM) 1. αυτός που γελάει διαρκώς, ο γελαστός 2. πληθ. οἱ γελασῑνοι (ὀδόντες) τα δόντια που φαίνονται όταν γελάμε, οι κοπτήρες 3. (θηλ. πληθ.) α) αἱ γελασῑναι τα λακκάκια που σχηματίζονται στα μάγουλα αυτών που γελάνε β) τα λακκάκια … Dictionary of Greek
γλουτιαίος — α, ο [γλουτός] ο σχετικός με τους γλουτούς … Dictionary of Greek
εγκαθίζω — (AM ἐγκαθίζω) νεοελλ. φρ. 1. (για άλογο) «εγκαθίζω τον ίππο» κάνω το άλογο να καλπάσει με τους γλουτούς χαμηλότερα από τους ώμους 2. «εγκαθίζω το πέταλο» τό προσαρμόζω στην οπλή αρχ. μσν. βάζω κάποιον να καθίσει σ΄ έναν τόπο ή πάνω σε κάτι αρχ. 1 … Dictionary of Greek
εξεχέγλουτος — ἐξεχέγλουτος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλους γλουτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + έχε (< έχω) + γλουτός] … Dictionary of Greek